- αἰτίη
- αἴτιοςculpablefem nom/voc sg (epic ionic)αἰτίαresponsibilityfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἰτίῃ — αἴτιος culpable fem dat sg (epic ionic) αἰτία responsibility fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσίζω — Α 1. (για ικέτη) έρχομαι και κάθομαι κοντά («πάγον προσίζειν τῶν δ ἀγωνίων θεῶν», Αισχύλ.) 2. ησυχάζω, ηρεμώ («ἡ δὲ μέλιττα μόνον πρὸς οὐδὲν προσίζει σαπρόν», Αριστοτ.) 3. προσκολλώμαι, προσαρτώμαι σε κάτι 4. μτφ. αποτελώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό … Dictionary of Greek